- ευδιαιτερος
- εὐδιαίτεροςXen. compar. к εὔδιος См. ευδιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιαίτερος — εὐδιαίτερος, α, ον (Α) συγκριτ. τού εύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός τού εύδιος* (< ευδία) υπό την επίδραση τού ευδίαιος*] … Dictionary of Greek
εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)